- απιστοσύνη
- ἀπιστοσύνη, η (Α)απιστία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπιστοσύνην — ἀπιστοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιστοσύναν — ἀπιστοσύνᾱν , ἀπιστοσύνη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)